παραγγελῶ

παραγγελῶ
παραγγέλλω
pass on
fut ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαστέλλω — (AM διαστέλλω) 1. χωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω κάτι από κάτι άλλο 2. διανοίγω, διευρύνω 3. χωρίζω πρόταση με κόμματα 4. (για σημεία τού σώματος) διευρύνω, αναπτύσσω, ανοίγω 5. ογκώνω, φουσκώνω, μεγαλώνω τις διαστάσεις αρχ. 1. διανοίγω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • κατεπισκήπτω — (Μ) παραγγέλω κάτι σε κάποιον, διατάζω κάποιον να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι σκήπτω «ορίζω, δίνω εντολή»] …   Dictionary of Greek

  • προσκατακτώμαι — άομαι, Α 1. κατακτώ, κυριεύω επί πλέον («προσκατακτωμένους πολλὴν τῆς ὁμόρου χώρας», Διόδ.) 2. παραγγέλω κατασκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατακτῶμαι «καταλαμβάνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”